Η μετάβαση απαιτεί τον θεμελιώδη μετασχηματισμό της κοινωνίας και της οικονομίας, έτσι ώστε να παράγουμε πλούτο, κοινωνική δικαιοσύνη και κοινωνική ευημερία, χωρίς να εκπέμπουμε τις σημερινές τεράστιες ποσότητες αερίων θερμοκηπίου και καταναλώνοντας ελάχιστες ποσότητες ορυκτών καυσίμων.
Η μεγάλη λοιπόν πρόκληση είναι διττή: κοινωνική και οικονομική. Η οικονομική πλευρά σχετίζεται με την αλλαγή των παραγωγικών διαδικασιών στη βιομηχανία, την παραγωγή ενέργειας, τις μεταφορές και βεβαίως τον αγροτικό τομέα. Σχετίζεται ακόμα με την αλλαγή στη θέρμανση και την ψύξη, κάτι που αγγίζει κάθε νοικοκυριό όλων των τάξεων. Σημαίνει την προώθηση της ενεργειακής δημοκρατίας.
Η μετάβαση δηλαδή να αφορά την διάχυση των ανανεώσιμων πηγών σε όσο το δυνατόν περισσότερους πολίτες, αγρότες, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Δεν αρκεί απλά να φτιάχνουμε πολύ μεγάλα έργα ανανεώσιμων πηγών, φαραωνικά έργα που τα κατέχουνε πολύ λίγες μεγάλες εταιρείες. Η προσπάθεια πρέπει να εστιάζει στο πώς θα μπορέσουμε να κάνουμε κτήμα όσο το δυνατόν περισσότερων πολιτών την «αυτοπαραγωγή», δηλαδή τη δυνατότητά τους να συμμετέχουν στην παραγωγή καθαρής ενέργειας, να έχουν στην κατοχή τους μια μικρή ανανεώσιμη εγκατάσταση ή να συμμετέχουν σε συνεργατικές ενεργειακές δράσεις (όπως ενεργειακές κοινότητες και έργα που ανήκουν σε πολίτες και επιχειρήσεις της κάθε περιοχής).
Η κοινωνική πρόκληση αφορά τον τρόπο που θα επιμεριστούν τα υψηλά κόστη των αναγκαίων πράσινων τεχνολογικών επενδύσεων. Αυτό πρέπει να γίνει με δίκαιο τρόπο, προστατεύοντας τους οικονομικά αδύναμους. Ο κίνδυνος είναι να υπάρξει μεγάλο μέρος του πληθυσμού, της τάξης του 20%, ακόμα και στις ισχυρότερες οικονομίες της Δύσης, που να κινδυνεύει με ενεργειακή φτώχεια, μη μπορώντας να ακολουθήσει την μετάβαση. Το ποσοστό αυτό στη χώρα μας είναι ήδη πάνω από 25%.
Συνεπώς, οι δρόμοι που θα επιλέξουμε για να φθάσουμε στην κλιματική ουδετερότητα θα πρέπει όχι μόνο να προστατεύσουν το κλίμα αλλά και την κοινωνία. Αλλιώς θα είναι δρόμοι δύσβατοι, γεμάτοι κινδύνους για αύξηση ανισοτήτων, νέους αποκλεισμούς και στο τέλος βέβαια θα οδηγήσουν σε κοινωνικές εκρήξεις.
Το πρώτο παράδειγμα είναι το πρόγραμμα φωτοβολταϊκά στη στέγη. Εμείς θέλουμε να έχει πολύ μεγαλύτερη ομάδα εν δυνάμει δικαιούχων. Σκεφτείτε πως τώρα (προεκλογικά) βγήκε το πρόγραμμα, 18 μήνες από την έναρξη του ενεργειακού πολέμου και καλύπτει μόνο συγκεκριμένες περιπτώσεις ανθρώπων που έχουν μονοκατοικίες και την οικονομική δυνατότητα να προχωρήσουν σε τέτοιου είδους εγκαταστάσεις. Δεν καλύπτει το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας, τη μεγάλη πλειοψηφία που ζουν σε διαμερίσματα, σε πολυκατοικίες.
Αντίστοιχα προβλήματα βλέπουμε αυτό και με τα προγράμματα εξοικονομώ που κινούνται με πολύ αργούς ρυθμούς, με περιορισμένη ακόμα παρέμβαση στις πολυκατοικίες, στα χαμηλά εισοδήματα και στην καταπολέμηση ενεργειακής φτώχειας. Το αποτέλεσμα είναι οι άνθρωποι που το έχουν περισσότερο ανάγκη και βρίσκονται κοντά στον κίνδυνο ενεργειακής φτώχειας να μη μπορούν να συμμετέχουν στο βαθμό που είναι αναγκαίο σε τέτοιου είδους προγράμματα. Συνεπώς, θέλουμε προγράμματα που να απευθύνονται σε αυτούς που τα έχουν περισσότερο ανάγκη και με ρυθμούς που ανταποκρίνονται στις ανάγκες της εποχής.
Ενεργειακή δημοκρατία σημαίνει πως η πρόσβαση στα δίκτυα ηλεκτρισμού πρέπει να γίνεται ισότιμα και με διαφάνεια για όλους. Αυτό άλλωστε επιτάσσει και η ευρωπαϊκή νομοθεσία, η οποία στο Άρθρο 22 Οδηγίας για τις ΑΠΕ (ΕΕ) 2018/ 2001 λέει: «Οι καταναλωτές πρέπει να έχουν ισότιμη, διαφανή, χωρίς αποκλεισμούς μεταχείριση από τον διαχειριστή του δικτύου».
Αυτό όμως σήμερα δεν συμβαίνει στην Ελλάδα. Να λοιπόν ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα. Υπουργικές αποφάσεις μοιράζουν τον ηλεκτρικό χώρο με προτεραιότητα σε λίγους, ενώ ο ΔΕΔΔΗΕ δε δέχεται εδώ και καιρό αιτήματα για μικρά και μεσαία έργα.
Όμως, τα κορεσμένα ηλεκτρικά δίκτυα στη χώρα μας είναι ένα δημόσιο αγαθό σε κατάσταση σπανιότητας. Το δημόσιο αυτό αγαθό δεν επιτρέπεται καμία Κυβέρνηση να προσπαθεί να το διανείμει με όρους πελατειακούς.
Βλέπουμε δηλαδή ότι εδώ έχουμε ξεκάθαρα μια απόκλιση της χώρας μας από τον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μαζί με τους μισθούς είναι και αυτό ένα πολύ σημαντικό πεδίο που η Ελλάδα αποκλίνει από την ΕΕ. Για αυτό και τα επόμενα χρόνια πρέπει να αγωνιστούμε πολιτικά, ώστε αυτή η άδικη πραγματικότητα να αντιστραφεί και να συγκλίνουμε με τις πρωτοπόρες χώρες της ΕΕ, όσον αφορά το πώς θα γίνει η πράσινη μετάβαση.
Τα Προγράμματα Ανάπτυξης των δύο Διαχειριστών για το Δίκτυο Διανομής και για το Σύστημα Μεταφοράς είναι πολύ περιορισμένα και οι ρυθμοί εκτέλεσής τους είναι πάρα πολύ αργοί. Δε συνάδουν με την εποχή και τις ανάγκες της. Αλλά ακόμα και οι αργοί ρυθμοί είναι το μικρότερο κακό.
Το μέγιστο πρόβλημα είναι ότι ο κατ’ επίφαση αναπτυξιακός σχεδιασμός των Διαχειριστών δεν υπηρετεί την ενεργειακή μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας.
Φαίνεται πως αυτές οι μετοχοποιήσεις των δικτύων σε αυτή την τόσο κρίσιμη συγκυρία δεν αποδίδουν. Φαίνεται επίσης ότι το ελληνικό κράτος, παρότι έχει τυπικά τον έλεγχο και στο δίκτυο διανομής και στο δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρισμού, έχει παραιτηθεί από αυτή την αρμοδιότητα και από αυτή την μεγάλη ευθύνη.
Η ραχοκοκαλιά του ηλεκτρικού συστήματος – άρα και της ενεργειακής μετάβασης – δεν μπορεί να είναι απλά ένας σίγουρος τρόπος είσπραξης πολύ υψηλών μερισμάτων από εγχώριους και διεθνείς μετόχους.
[…] Ακριβώς. Μιλάω για την απόφαση της ΡΑΕ για να αυξηθούν κατά 33% τα ετήσια έσοδα του ΔΕΔΔΗΕ (από 774 σε 981 εκατομμύρια ευρώ για το 2023).
Το νέο χαράτσι ήδη εισπράττεται από τους καταναλωτές.
Έτσι, ο τελικός καταναλωτής όχι μόνο δε μπορεί να δει τις μειωμένες τιμές ρεύματος που υπάρχουν σε όλη την Ευρώπη αλλά πληρώνει αυξήσεις στους λογαριασμούς τους για να αυξηθούν τα έσοδα του ΔΕΔΔΗΕ, που έχει στρατηγικό επενδυτή ένα fund.
[…]
Σε αυτή ακριβώς τη μεγάλη παραίτηση, χρειάζεται, περισσότερο από ποτέ, να αντιπαραθέσουμε μια ισχυρή αντίπλευση.
Πρέπει νομίζω να καταστεί σαφές πως για το θέμα των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας δεν μιλάμε για μια ανταγωνιστική αγορά αλλά για ένα φυσικό μονοπώλιο. Και σε αυτή τη μονοπωλιακή δραστηριότητα το ελληνικό κράτος πρέπει γρήγορα να επανακτήσει ενεργό ρόλο, με διοικήσεις που θα διορίζονται για να υλοποιήσουν έναν ρηξικέλευθο σχεδιασμό ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού των ελληνικών δικτύων και ισχυρής διασύνδεσής τους με την καρδιά του ευρωπαϊκού δικτύου.
Επιβάλλεται επίσης η μεγαλύτερη ανεξαρτησίας της ΡΑΕ. Το επισήμανε άλλωστε και ο ΟΟΣΑ στην ετήσια έκθεση του για το 2022. Για παράδειγμα, η διασφάλιση της ανεξαρτησίας της ΡΑΕ καθίσταται δυνατή αν η επιλογή του επικεφαλής της Αρχής και των μελών του διοικητικού συμβουλίου διενεργείται από μια ανεξάρτητη επιτροπή, αντί της κυβέρνησης, καθώς επίσης και από τον περιορισμό της κυβερνητικής καθοδήγησης για το έργο της. Οι ενισχυμένες και καλά διοικούμενες ρυθμιστικές αρχές συνδέονται με αποφάσεις που ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό και τις επενδύσεις σε δίκτυα.