Σύμφωνα με την έρευνα της Ένωσης Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδας της ΓΣΕΕ αναφέρεται ότι οι καταναλωτές που μείωσαν το ποσοστό θέρμανσης της κατοικίας τους σε μεγάλο βαθμό αποτελούν το 86,8%, ενώ σε ποσοστό 40% οι καταναλωτές μείωσαν την κατανάλωση ζεστού νερού χρήσης ώστε να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στο αυξημένο ενεργειακό κόστος.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πως το φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας έχει ενταθεί και επηρεάζει άμεσα και χωρίς δυνατότητα αντίδρασης τους πολίτες της χώρας μας και κυρίως τους κατοίκους του Έβρου και της Βόρειας Ελλάδας γενικότερα. Ως ενεργειακή φτώχεια ορίζεται ο αποκλεισμός ή η ανεπαρκής πρόσβαση των νοικοκυριών σε υπηρεσίες ενέργειας όπως θέρμανση, ψύξη, φωτισμός, γεγονός που επιφέρει δυσμενείς συνέπειες τόσο στην υγεία και την ευημερία, όσο και στο περιβάλλον.
Στην Ελλάδα περίπου 20% των νοικοκυριών αδυνατεί να διατηρήσει την κατοικία του επαρκώς ζεστή την ώρα που ο μέσος όρος της Ευρώπης είναι περίπου 8% και την ώρα που η χώρα μας απολαμβάνει σημαντικά ηπιότερους χειμώνες από την υπόλοιπη Ευρώπη.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας απέτυχε παταγωδώς να αντιμετωπίσει τις αυξήσεις στο κόστος ενέργειας και απέτυχε παταγωδώς να προστατέψει τα ευάλωτα νοικοκυριά αφήνοντας στα συρτάρια το Σχέδιο Δράσης Αντιμετώπισης της Ενεργειακής Πενίας που η ίδια συνέταξε. Επέλεξε, όπως και στο θέμα της ακρίβειας, τον δρόμο της επιδοματικής πολιτικής, «κλειδώνοντας» τα νοικοκυριά στον φαύλο κύκλο της ενεργειακής φτώχειας.
Η αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας μπορεί να έρθει μόνο μέσα από την Ενεργειακή Δημοκρατία. Η μετάβαση σε οικονομία μηδενικών εκπομπών άνθρακα απαιτεί αποκεντρωμένη και έξυπνη παραγωγή ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, όπως διατυπώνει το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας. Είναι ξεκάθαρη η πρόθεση της κυβέρνησης να «μοιράσει» τον ηλεκτρικό χώρο σε λίγα και μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα, όπως και η αδυναμία της να καταπολεμήσει τις στρεβλώσεις της αγοράς και θωρακίσει το ρυθμιστικό πλαίσιο.
Στον Έβρο υπάρχουν περίπου 270 αιτήσεις από μικρούς και μικρομεσαίους επιχειρηματίες για την ανάπτυξη φωτοβολταϊκών συστημάτων οι οποίες βρίσκονται σε εκκρεμότητα με την κυβέρνηση να έχει πλέον δώσει απόλυτη προτεραιότητα στα «φαραωνικά» φωτοβολταϊκά συστήματα. Ταυτόχρονα, πολλαπλές αιτήσεις για συστήματα αυτοπαραγωγής (netmetering) λαμβάνουν απορριπτικές αποφάσεις, στερώντας τη δυνατότητα σε επιχειρήσεις και βιοτεχνίες να μειώσουν το ενεργειακό κόστος συμβάλλοντας ταυτόχρονα στους κλιματικούς στόχους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Γερμανία διέθεσε σε μεγάλες μονάδες ΑΠΕ από μεγάλες εταιρείες μόλις το 5% των φωτοβολταϊκών και το υπόλοιπο διατέθηκε σε πολίτες, αγρότες και επιχειρήσεις και ενεργειακές κοινότητες.
Και δεν είναι μόνο τα φωτοβολταϊκά. Στα τέσσερα χρόνια της διακυβέρνησης της ΝΔ καμία ενέργεια δεν διαπιστώνεται στην προώθηση της χρήσης της γεωθερμίαςκαι στην αξιοποίησης της υπολειμματικής βιομάζας, δύο πηγές ενέργειας που διαθέτει η περιοχή του Έβρου σε μεγάλο βαθμό.
Αντιθέτως, προωθείται η αύξηση της χρήσης φυσικού αερίου στο ενεργειακό μίγμα, πολιτική επιλογή της κυβέρνησης που συνέβαλλε στην έκρηξη των τιμών ενέργειας. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του κ. Σκρέκα από την Αλεξανδρούπολη πως η νέα μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο στην περιοχή του Άβαντα συμβάλλει στην ενεργειακή ασφάλεια της χώρας, που εν μέρει είναι σωστό όσον αφορά την διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας σε Ελλάδα και Ευρώπη, Ωστόσο, δεν μπορούμε όμως να μην επισημάνουμε πως η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας από εισαγόμενα καύσιμα αυξήθηκε από 73,6% το 2016 σε 81,8% το 2021 την ώρα που ο Ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 57,5% και την ώρα που η χώρα μας διαθέτει τεράστιο δυναμικό Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.Το φυσικό αέριο αδιαμφισβήτητα θα αποτελέσει το ενδιάμεσο καύσιμο για την ενεργειακή μετάβαση, απαιτείται όμως σχεδιασμός για την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας, και δυστυχώς αυτός απουσιάζει από την πρόταση επικαιροποίησης του ΕΣΕΚ (01/2023). Με το προτεινόμενο σχέδιο ΕΣΕΚ, δεν επιτυγχάνεται ο στόχος της κλιματικής ουδετερότητας. Το φυσικό αέριο παραμένει στο ενεργειακό μίγμα της χώρας έως το 2050 και μάλιστα η ισχύς των μονάδων αερίου το 2050 είναι μεγαλύτερη από του 2022.
Δεν υπάρχει περιθώριο για να χαθεί μία ακόμα ευκαιρία. Η μετάβαση θα πρέπει να είναι δίκαιη και η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα πρέπει να θέσει τις βάσεις για ένα ενεργειακό και τεχνολογικό μετασχηματισμό με ισότιμη συμμετοχή των πολιτών και των επιχειρήσεων με όρους ενεργειακής δημοκρατίας και κλιματικής δικαιοσύνης. Η ΝΔ αγνοεί την ενεργειακή δημοκρατία και με την πολιτική της ενισχύει την ενεργειακή φτώχεια.
Η χώρα μας διαθέτει εξαιρετικούς επιστήμονες και η επαναφορά στην πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα με όρους δικαιοσύνης απαιτεί την συνεργασία των υπεύθυνων λήψης αποφάσεων και χάραξης πολιτικής με την ακαδημαϊκή και επιστημονική κοινότητα.
Απαιτείται σεβασμός στην ενεργειακή δημοκρατία, διαφάνεια στην λήψη αποφάσεων και διάχυση οφέλους στις τοπικές κοινωνίες με εργαλεία όπως οι Ενεργειακές Κοινότητες αλλά και με πλουραλισμό στην παραγωγή καθαρής ενέργειας. Ακόμα περισσότερο για τον Έβρο και την Αλεξανδρούπολη που μετατρέπεται σε ενεργειακό κόμβο της Ευρώπης χωρίς μέχρι σήμερα να αποκομίζει τα δικαιωματικά οφέλη της ανάπτυξης, της μείωσης της ανεργίας και της βελτίωσης της ποιότητας ζωής.
Το ενεργειακό μοντέλο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στηρίζεται στην προώθηση της ενεργειακής δημοκρατίας. Η καταπολέμηση των ανισοτήτων έχει αναγορευτεί στη βασική διαχωριστική γραμμή μεταξύ της δημοκρατικής και της συντηρητικής παράταξης, και οι πολίτες καλούνται να επιλέξουν τις πολιτικές και τα πρόσωπα που θα οδηγήσουν τη χώρα σε ένα δίκαιο και αειφόρο μέλλον.