provide an attachment id!
[…] Ο ηλεκτροπαραγωγικός τομέας της ΔΕΗ, είτε είναι κρατική ή ιδιωτική ή οτιδήποτε ενδιάμεσο οραματίζονται, έχει συγκεκριμένα κόστη παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, τα κυριότερα εκ των οποίων εξαρτώνται από διεθνή ενεργειακά «προϊόντα»: το φυσικό αέριο και την τιμή των Δικαιωμάτων Εκπομπών Αερίων Θερμοκηπίου που προσδιορίζονται από τις διεθνείς Αγορές. Παράλληλα, ο τομέας προμήθειας της ΔΕΗ αγοράζει στην ίδια χονδρεμπορική αγορά που αγοράζουν και όλοι οι άλλοι Προμηθευτές, σε τιμές που προσδιορίζονται κυρίως από τη διακύμανση αυτού του κόστους παραγωγής. Αυτό είναι το μοντέλο-στόχος που εφαρμόζεται σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση για τις αγορές ηλεκτρισμού, το μοντέλο που ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοσε με την ίδρυση του Χρηματιστηρίου Ενέργειας. Με αυτούς τους κανόνες δραστηριοποιούνται όλες οι εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας, παραγωγοί, προμηθευτές και καθετοποιημένοι, σε όλη την Ευρώπη, χωρίς να διαφοροποιούνται ανάλογα με το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς. Συνεπώς, καμία ωφέλεια δεν θα είχαμε αφού και πάλι τα βασικά κόστη του ηλεκτρισμού θα είναι άμεσα συνδεδεμένα με τις τιμές φυσικού αερίου και Δικαιωμάτων Εκπομπών Αερίων Θερμοκηπίου.
Αντίστοιχα για την Helleniq Energy, μέχρι πρότινος ΕΛΠΕ, παρατηρήσαμε αύξηση των διεθνών τιμών πετρελαίου, αύξηση σε όλο το μήκος της εφοδιαστικής αλυσίδας (θαλάσσια μεταφορά κλπ). Τα κρατικοποιημένα ΕΛΠΕ θα αγόραζαν αργό φθηνότερα ή θα ναύλωναν τάνκερ φθηνότερα, ώστε να συμβάλουν στην αντιμετώπιση της κρίσης ρίχνοντας της τιμές;
[…] Επαναλαμβάνω, λοιπόν, ότι η κρατικοποίηση δεν συνιστά λύση Κάτι που αποδεικνύεται και από την ευρωπαϊκή πρακτική κατά τη διάρκεια της κρίσης – που συχνά αλλά ψευδεπίγραφα μας υπενθυμίζουν τον τελευταίο καιρό. Ναι, η Γαλλία κρατικοποίησε το εναπομείναν 14% της EDF που ήταν υπό ιδιωτικό έλεγχο. Ναι, η Γερμανία πήρε στον έλεγχό της την UNIPER. Και στις δύο όμως αυτές περιπτώσεις κρατικοποιήθηκαν οι ζημιές των εταιρειών αυτών – πλήρωσε δηλαδή ο φορολογούμενος τις άστοχες επιχειρηματικές επιλογές δύο ενεργειακών κολοσσών που «γονάτισαν» με αφορμή την κρίση. Στην Ελλάδα όμως έχουμε το ακριβώς αντίθετο παράδειγμα: τα ΕΛΠΕ και η ΔΕΗ, με αποφασιστική παρότι μειοψηφική συμμετοχή του Δημοσίου, είναι εταιρείες υγιείς και επιστρέφουν αξία στον φορολογούμενο […]
Πέρα από λάθη και παλινωδίες του παρελθόντος, το ζήτημα των υδρογονανθράκων μας αναδεικνύεται και πάλι σε ζήτημα πρώτης γραμμής μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η Ευρώπη αποφάσισε να απεξαρτηθεί από τους υδρογονάνθρακες της Ρωσίας, αντιλαμβανόμενη επιτέλους ότι η «μονοκαλλιέργεια» στην προμήθεια ορυκτών καυσίμων είναι συνταγή για αποτυχία. Ο ρόλος όμως του φυσικού αερίου ως «καυσίμου – γέφυρας» ως το net-zero το 2050 παραμένει αναλλοίωτος καθώς, πολύ απλά, δεν υπάρχει εναλλακτική λύση τροφοδοσίας της Ευρώπης αυτά τα χρόνια – οτιδήποτε άλλο είναι ευχολόγιο και όχι ουσιαστική ενεργειακή πολιτική που διασφαλίζει ταυτόχρονα και την μετάβαση αλλά και την ενεργειακή ασφάλεια και επάρκεια. Και ας μην ξεχνάμε ότι το ευρωπαϊκό net zero είναι η πιο φιλόδοξη τροχιά που έχει χαραχτεί – άλλες χώρες και ήπειροι έχουν τοποθετήσει τα δικά τους σχέδια για εκμηδενισμό των εκπομπών ακόμα πιο πίσω χρονικά. Οπότε το χρονικό «παράθυρο ευκαιρίας» για εκμετάλλευση των εγχωρίων κοιτασμάτων αερίου στενεύει μεν, είναι όμως υπαρκτό σήμερα και, λόγω της διακοπής της τροφοδοσίας από τη Ρωσία, πιο επιτακτικό από ποτέ.
Πέραν αυτού όμως, το ζήτημα της εκμετάλλευσης των εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων υπηρετεί και τη συνολική ενεργειακή πολιτική της Κυβέρνησης την τελευταία τετραετία για να καταστεί η Ελλάδα διεθνές ενεργειακό «hub». Την πολιτική αυτή εφαρμόζουμε με μια σειρά από στρατηγικές: διεθνείς διασυνδέσεις αερίου και ηλεκτρισμού, ενεργειακή διπλωματία αλλά και συμβολή στην ασφάλεια εφοδιασμού της ΝΑ Ευρώπης και της ΕΕ γενικότερα – και εδώ εντάσσονται τόσο οι υδρογονάνθρακες όσο και η εισαγωγή πράσινης ενέργειας από φωτοβολταϊκά από την Αφρική και η προώθησή της στην Κεντρική Ευρώπη.
Επομένως, από εμένα ένα κατηγορηματικό «ναι» στην προοπτική εκμετάλλευσης των εγχώριων κοιτασμάτων που όχι μόνο δεν υποβαθμίζουν την πράσινη μετάβαση αλλά, αντίθετα, την διευκολύνουν και την υπηρετούν. Και αυτό το λέω ως Γενική Γραμματέας της Κυβέρνησης που έκανε όσα καμία άλλη για την πράσινη μετάβαση, που κατάφερε να συνδέσει μέσα σε έναν μόνο χρόνο, το 2022, 60% περισσότερα ΑΠΕ από όσα είχε καταφέρει να συνδέσει η προηγούμενη Κυβέρνηση Σύριζα ολόκληρη την τετραετία 2015 – 2018 (1.6GW φέτος έναντι 965GW το 2015 – 2018)!
[…]
Η απλοποίηση της αδειοδοτικής διαδικασίας, η ανανέωση του σχήματος στήριξης μέσω διαγωνισμών, η ψηφιοποίηση των διαδικασιών, οι επενδύσεις στα δίκτυα Μεταφοράς και Διανομής, ο εξορθολογισμός στην κατανομή του ηλεκτρικού χώρου, αυτά και άλλα πολλά συνετέλεσαν στο να είναι η Ελλάδα ξανά πρωτοπόρος στον τομέα των Ανανεώσιμων.
Αρκεί όμως αυτό; Σε καμία περίπτωση. Γι’αυτό και είμαστε έτοιμοι, με ακόμα πιο στοχευμένες πολιτικές και μέτρα. Προς το σκοπό αυτό, παρακολουθούμε στενά τα τεκταινόμενα στις Βρυξέλλες: ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν, για παράδειγμα, ο χαρακτηρισμός των ΑΠΕ ως έργων υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος αλλά και ο προσδιορισμός περιοχών ως «go to areas» για ταχύτερη διαδικασία ωρίμανσης έργων ανανεώσιμων. Αναγνωρίζουμε την ανάγκη για σημαντικές επενδύσεις στα δίκτυα και υπάγουμε για χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ έργα για διασυνδέσεις, υποσταθμούς, υπογειοποιήσεις, ώστε να «ανοίξει» το δυνατόν περισσότερος ηλεκτρικός χώρος. Παράλληλα, αναδεικνύουμε την οικονομικότητα των ανανεώσιμων διευκολύνοντας τη μετάβασή τους σε καθεστώς αγοράς μέσω της διευκόλυνσης σύναψης διμερών συμβάσεων αγοραπωλησίας μεταξύ παραγωγών ΑΠΕ και καταναλωτών.
[…]
Ειδικά στο θέμα εξοικονόμησης ενέργειας έχουμε δώσει, πιστεύω, το πιο εμφατικό «δείγμα γραφής» από όλες τις ενεργειακές πολιτικές μας, ακόμα και από τα ΑΠΕ. Το 50% του Πράσινου Πυλώνα του Ταμείου Ανάκαμψης διατέθηκε σε δράσεις εξοικονόμησης. Προγράμματα κτιριακής αναβάθμισης και εξοικονόμησης ενέργειας για κατοικίες («ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΩ ΚΑΤ’ΟΙΚΟΝ») και δημόσια κτίρια («ΗΛΕΚΤΡΑ»), δέσμη μέτρων εξοικονόμηση ενέργειας για επιχειρήσεις του τουρισμού, του τριτογενούς τομέα και της βιομηχανίας («ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΩ – ΕΠΙΧΕΙΡΩ»), προγράμματα αντικατάστασης ενεργοβόρων συσκευών και αγοράς ηλιακών θερμοσιφώνων («ΑΛΛΑΖΩ ΣΥΣΚΕΥΗ»), πρόγραμμα οικιακών φωτοβολταϊκών («ΦΩΤΟΒΟΛΤΑΪΚΑ ΣΤΗ ΣΤΕΓΗ») διαμορφώνουν ένα πλήρες πλαίσιο για την πιο ορθολογική, αποδοτική και έξυπνη χρήση ενέργειας από ιδιώτες, επιχειρήσεις και τον δημόσιο τομέα.
Παρόλα αυτά, πρώτοι εμείς αναγνωρίζουμε ότι στην ενεργειακή αποδοτικότητα και εξοικονόμηση μπορούμε, και πρέπει, σαν χώρα να κάνουμε περισσότερα. Την νέα τετραετία, πέρα από τη συνέχιση των εξαιρετικά επιτυχημένων προαναφερθεισών πολιτικών, μπορούμε θεωρώ να εστιάσουμε περισσότερο σε πιο έξυπνες και ψηφιακές λύσεις διαχείρισης ενέργειας, ώστε να φέρουμε τα οφέλη της τεχνολογίας και τις βέλτιστες πρακτικές άλλων χωρών στις ενεργειακές μας συνήθειες. Με όπλο τα έξυπνα δίκτυα και με βασική στρατηγική την μεγαλύτερη πληροφόρηση και ουσιαστικότερη συμμετοχή του καταναλωτή στην παραγωγή και χρήση ενέργειας, θα ενθαρρύνουμε αλλαγές από την πλευρά της κατανάλωσης ώστε να εκμεταλλευόμαστε όλοι τα πολλά οφέλη από την ανανεώσιμη παραγωγή.
[…]
Ξεκινώ ξεκαθαρίζοντας κάτι: η απολιγνιτοποίηση δεν είναι μια εμμονή, μια «παραξενιά» του Πρωθυπουργού και όσων από εμάς τη στηρίζουμε. Είναι μια εξέλιξη επιβεβλημένη για λόγους περιβαλλοντικούς, οικονομικούς, νομικούς και ηθικούς. Ο λιγνίτης πρέπει να φύγει γιατί στο δρόμο προς το net zero τα ορυκτά καύσιμα στην ηλεκτροπαραγωγή δεν έχουν ρόλο. Πρέπει να φύγει γιατί είναι ακριβός και θα γίνεται ολοένα ακριβότερος, όσο τα κοιτάσματα εξαντλούνται και όσο το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών αυστηροποιείται. Ήδη μάλιστα το κόστος των λιγνιτικών μονάδων ξεπερνά αρκετά πλέον το αντίστοιχο κόστος μονάδων ΦΑ, εικόνα που είχε αντιστραφεί για ένα μεγάλο διάστημα εντός της ενεργειακής κρίσης. Πρέπει να φύγει γιατί η Ελλάδα, ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλει να συμβάλει στους ενωσιακούς στόχους κατά τις δυνάμεις της αλλά και να ασπαστεί την φιλοδοξία της Ένωσης να καταστεί η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος του πλανήτη. Και πρέπει να φύγει γιατί είναι κοινωνικά άδικο να σηκώνουν στις «πλάτες» τους δύο μόνο περιοχές τηνεξυπηρέτηση των ενεργειακών αναγκών όλης της χώρας, υφιστάμενες ταυτόχρονα περιβαλλοντική υποβάθμιση και καταδικαζόμενες σε αναπτυξιακό αδιέξοδο. Και το σχέδιο για την ομαλή μετάβαση σε ένα μείγμα χωρίς λιγνίτη, αλλά και σε ένα αναπτυξιακό μοντέλο για τις λιγνιτικές περιοχές που θα αποσυνδεθεί ομαλά από την παραγωγική «μονοκαλλιέργεια» ορυχείων και ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων, πρέπει να χαραχθεί και να υλοποιηθεί όχι σήμερα, χθες! Αυτό το μοντέλο μάλιστα πήρε σάρκα και οστά με το Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης (ΣΔΑΜ), που αποτελεί τον οδικό χάρτη για την αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου των περιοχών που επί δεκαετίες σήκωσαν το βάρος του ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας.
Επομένως ναι, στο τέλος του 2028 δεν βασιζόμαστε στην ηλεκτρική ενέργεια από στερεά ορυκτά καύσιμα, όπως και νομοθετικά δεσμευτήκαμε με τον Κλιματικό Νόμο. Με την τροχιά που χαράξαμε την τετραετία 2019 – 2023 ουσιαστικά εγγυώμαστε ότι το 2028 το ενεργειακό μας σύστημα, με σημαντικότατη διείσδυση ΑΠΕ, με στιβαρά δίκτυα και σημαντική ικανότητα αποθήκευσης της «καθαρής» ενέργειας και με εξασφαλισμένη την ενεργειακή ασφάλεια μέσω των δικτύων και των νέων πυλών εισόδου φυσικού αερίου, θα επιτρέπει τη μετάβαση σε ένα ενεργειακό μείγμα χωρίς την παρουσία του λιγνίτη.